αναστήλωμα
Смотреть что такое "αναστήλωμα" в других словарях:
αναστήλωμα — το [αναστηλώνω] αναστήλωση … Dictionary of Greek
αναστήλωση — αναστήλωση, η και αναστήλωμα, το, ατος το να αναστηλώνει ή να αναστηλώνεται κανείς (βλ. αναστηλώνω): Η αναστήλωση ενός αρχαίου μνημείου είναι έργο δύσκολο. « Η αναστήλωση των εικόνων», η από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα αποκατάσταση το 843 των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)